Δεν είναι πολύς καιρός που κατέβηκα στο χωριό μου κι έκανα μια σαββατιάτικη πρωινή βόλτα στα σοκάκια του μαχαλά μου. Ήθελα να ξαναβρώ τις γνώριμες εικόνες τής ζωής μου, αλλά κυρίως για να μυρίσω ανοιξιάτικη αμυγδαλιά και βασιλικό...
Βρήκα την Κίτσαινα στην αυλή της, ογδόντα χρονών και βάλε, διπλωμένη στα δύο να σαρώνει το σκασμένο τσιμέντο με μια από κείνες τις παλαιικές κίτρινες σκούπες που πίστευα ότι έχουν εξαφανιστεί από χρόνια.
(Αλήθεια, που τις πουλάνε;) Αφού μιλήσαμε για τα παιδιά και τα εγγόνια μας και έλυσα αντίστοιχες απορίες της, (αυτή στην πάνω γειτονιά, εγώ στην κάτω, δυο άλλοι κόσμοι) τη ρώτησα τι γίνετε με τις εκλογές κι αν θα πάει να ψηφίσει.....
-Τι να ψηφίσω, μου λέει - με τους χαραμοφάγηδες. Δεν είναι καλά στα λογικά τους!!!!!
Όλοι κοιτάν την τσέπη τους και μια λάμπα στο δρόμο να μην τρούμε τα μούτρα μας το βράδυ δε βάζουν.
Και συνέχισα να την ρωτάω μισοαστεία, μισοσοβαρά πως τα πάει με την οικονομική κρίση και πως βλέπει τα πράγματα σήμερα και το ΔΝΤ.
Δεν ήμουν διόλου σίγουρη ότι καταλάβαινε τι σήμαιναν οι όροι αυτοί, όμως η Κίτσαινα ήξερε καλά διότι μού απάντησε ακαριαία: «Δε πολύ φοβούμαι εγώ, γιατί έκαμα ευχέλαιο στο σπίτι.»
Δεν πρόλαβα να γελάσω, διότι κάτι από την κουβέντα της με άφησε άναυδη.
Τόσο απλά λοιπόν θα μπορούσαν να ήταν όλα; Δέκα λέξεις όλες κι όλες κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη, περιέγραψαν με θαυμαστή ακρίβεια τον δήθεν περίπλοκο κόσμο μας και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν. Ήταν μια φράση χωρίς ίχνος περιττολογίας, χωρίς πολιτικά, ιδεολογικά ή οικονομοτεχνικά φτιασιδώματα.
Μια απλή, μικρή, φαινομενικά αφελής κουβέντα κάποιας γιαγιάς του χωριού μου, που όμως καθόριζε αφοπλιστικά τα όρια του καλού και του κακού, του διαβολικού και του θεϊκού. Κι αφού περίγραψε τον κόσμο, κατάταξε αμετάκλητα στο στρατόπεδο τού Διαβόλου αυτούς που (σε τελευταία ανάλυση, όπως λέγαμε τον καιρό της Μαρξιστικής μας θητείας) ανήκουν πράγματι εκεί. Με την ίδια λιτή φράση καθόρισε παράλληλα τα μέσα και τα όρια της δικής της άμυνας.
Η Κίτσαινα δεν έχει τη γνώση κάποιου υπουργού, την επιστημονική επάρκεια ενός οικονομολόγου ή το εύρος της πληροφόρησης κάποιου δημοσιογράφου.
Έχει όμως κάτι άλλο, πολύ σοβαρότερο από όλα τούτα τα βαρύγδουπα μαζί. Το σοφό ένστικτο τού απλού βασανισμένου ανθρώπου, που πατά σε στέρεες βάσεις ζωής. Κι αυτό το ένστικτο τη βοηθά να διαθέτει το δυσκολότερο όλων. Καθαρή εικόνα του κόσμου.
Πόσες χιλιάδες ώρες έχουμε καταναλώσει ακούγοντας και διαβάζοντας εμβριθείς αναλύσεις από πολιτικούς, για τον υπερπατριωσμό μερικών....., για να καταλήξουμε ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρει κανένας τίποτα; Ε λοιπόν, η Κίτσαινα ξέρει το βασικότερο. Ξέρει τον εχθρό. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι, μέσα από τους δαιδάλους της γνώσης και της πληροφόρησης ακόμα τον ψάχνουμε, αν υποτεθεί ότι θέλουμε πραγματικά να τον βρούμε.
Θα ρωτήσετε τώρα: «Κι αν δεχτούμε ότι η γριά ξέρει τον εχθρό, σημαίνει πως κατέχει και τον τρόπο να τον αντιμετωπίσει;» Απαντώ όχι, αλλά προχωρώ τον ίδιο συλλογισμό: «Μπορούν όμως να τον αντιμετωπίσουν αυτοί που δεν τον ξέρουν καν;» Βεβαίως, κανένας μας δεν είναι τόσο υπερβατικός ώστε να πιστεύει ότι η πολιτική και οικονομική κρίση δεν θα αντιμετωπιστεί με αγιασμούς και ευχέλαια. Είδατε όμως πως κι η γριούλα, παρά την αναμφισβήτητη πίστη της, είχε επίγνωση των περιορισμών. Ευχέλαιο για τη χώρα δεν ζήτησε, μόνο για το σπίτι της.
Ίσως γιατί η έσχατη γραμμή άμυνας δεν είναι η εθνική οικονομία (χαμένη μάχη αυτή), αλλά η ψυχή μας που βρίσκει στερνό καταφύγιο κάτω απ’ τη στέγη της εστίας. Κι αν κάποιοι υποστηρίξουν ότι στην οικονομία δεν χωρούν θεωρίες συνομωσίας με εχθρούς, φίλους, αγίους και διαβόλους, δεν δέχομαι την παραμικρή συζήτηση για το γεγονός ότι αυτή η κρίση έχει στείλει στρατιές δαιμόνων εναντίον της ψυχής και της ανθρώπινης συνείδησης μας. Κοιτάξτε γύρω σας…
Τον εχθρό ψάχνω κι εγώ, μήπως στη συνέχεια (δια της ατόπου) αντιληφθώ και κανέναν φίλο…
Βρήκα την Κίτσαινα στην αυλή της, ογδόντα χρονών και βάλε, διπλωμένη στα δύο να σαρώνει το σκασμένο τσιμέντο με μια από κείνες τις παλαιικές κίτρινες σκούπες που πίστευα ότι έχουν εξαφανιστεί από χρόνια.
(Αλήθεια, που τις πουλάνε;) Αφού μιλήσαμε για τα παιδιά και τα εγγόνια μας και έλυσα αντίστοιχες απορίες της, (αυτή στην πάνω γειτονιά, εγώ στην κάτω, δυο άλλοι κόσμοι) τη ρώτησα τι γίνετε με τις εκλογές κι αν θα πάει να ψηφίσει.....
-Τι να ψηφίσω, μου λέει - με τους χαραμοφάγηδες. Δεν είναι καλά στα λογικά τους!!!!!
Όλοι κοιτάν την τσέπη τους και μια λάμπα στο δρόμο να μην τρούμε τα μούτρα μας το βράδυ δε βάζουν.
Και συνέχισα να την ρωτάω μισοαστεία, μισοσοβαρά πως τα πάει με την οικονομική κρίση και πως βλέπει τα πράγματα σήμερα και το ΔΝΤ.
Δεν ήμουν διόλου σίγουρη ότι καταλάβαινε τι σήμαιναν οι όροι αυτοί, όμως η Κίτσαινα ήξερε καλά διότι μού απάντησε ακαριαία: «Δε πολύ φοβούμαι εγώ, γιατί έκαμα ευχέλαιο στο σπίτι.»
Δεν πρόλαβα να γελάσω, διότι κάτι από την κουβέντα της με άφησε άναυδη.
Τόσο απλά λοιπόν θα μπορούσαν να ήταν όλα; Δέκα λέξεις όλες κι όλες κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη, περιέγραψαν με θαυμαστή ακρίβεια τον δήθεν περίπλοκο κόσμο μας και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν. Ήταν μια φράση χωρίς ίχνος περιττολογίας, χωρίς πολιτικά, ιδεολογικά ή οικονομοτεχνικά φτιασιδώματα.
Μια απλή, μικρή, φαινομενικά αφελής κουβέντα κάποιας γιαγιάς του χωριού μου, που όμως καθόριζε αφοπλιστικά τα όρια του καλού και του κακού, του διαβολικού και του θεϊκού. Κι αφού περίγραψε τον κόσμο, κατάταξε αμετάκλητα στο στρατόπεδο τού Διαβόλου αυτούς που (σε τελευταία ανάλυση, όπως λέγαμε τον καιρό της Μαρξιστικής μας θητείας) ανήκουν πράγματι εκεί. Με την ίδια λιτή φράση καθόρισε παράλληλα τα μέσα και τα όρια της δικής της άμυνας.
Η Κίτσαινα δεν έχει τη γνώση κάποιου υπουργού, την επιστημονική επάρκεια ενός οικονομολόγου ή το εύρος της πληροφόρησης κάποιου δημοσιογράφου.
Έχει όμως κάτι άλλο, πολύ σοβαρότερο από όλα τούτα τα βαρύγδουπα μαζί. Το σοφό ένστικτο τού απλού βασανισμένου ανθρώπου, που πατά σε στέρεες βάσεις ζωής. Κι αυτό το ένστικτο τη βοηθά να διαθέτει το δυσκολότερο όλων. Καθαρή εικόνα του κόσμου.
Πόσες χιλιάδες ώρες έχουμε καταναλώσει ακούγοντας και διαβάζοντας εμβριθείς αναλύσεις από πολιτικούς, για τον υπερπατριωσμό μερικών....., για να καταλήξουμε ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρει κανένας τίποτα; Ε λοιπόν, η Κίτσαινα ξέρει το βασικότερο. Ξέρει τον εχθρό. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι, μέσα από τους δαιδάλους της γνώσης και της πληροφόρησης ακόμα τον ψάχνουμε, αν υποτεθεί ότι θέλουμε πραγματικά να τον βρούμε.
Θα ρωτήσετε τώρα: «Κι αν δεχτούμε ότι η γριά ξέρει τον εχθρό, σημαίνει πως κατέχει και τον τρόπο να τον αντιμετωπίσει;» Απαντώ όχι, αλλά προχωρώ τον ίδιο συλλογισμό: «Μπορούν όμως να τον αντιμετωπίσουν αυτοί που δεν τον ξέρουν καν;» Βεβαίως, κανένας μας δεν είναι τόσο υπερβατικός ώστε να πιστεύει ότι η πολιτική και οικονομική κρίση δεν θα αντιμετωπιστεί με αγιασμούς και ευχέλαια. Είδατε όμως πως κι η γριούλα, παρά την αναμφισβήτητη πίστη της, είχε επίγνωση των περιορισμών. Ευχέλαιο για τη χώρα δεν ζήτησε, μόνο για το σπίτι της.
Ίσως γιατί η έσχατη γραμμή άμυνας δεν είναι η εθνική οικονομία (χαμένη μάχη αυτή), αλλά η ψυχή μας που βρίσκει στερνό καταφύγιο κάτω απ’ τη στέγη της εστίας. Κι αν κάποιοι υποστηρίξουν ότι στην οικονομία δεν χωρούν θεωρίες συνομωσίας με εχθρούς, φίλους, αγίους και διαβόλους, δεν δέχομαι την παραμικρή συζήτηση για το γεγονός ότι αυτή η κρίση έχει στείλει στρατιές δαιμόνων εναντίον της ψυχής και της ανθρώπινης συνείδησης μας. Κοιτάξτε γύρω σας…
Τον εχθρό ψάχνω κι εγώ, μήπως στη συνέχεια (δια της ατόπου) αντιληφθώ και κανέναν φίλο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου